- ἀποσκέπω
- ἀποσκέπω,A give shelter from,
τὸν βορέαν Arr.Epict.3.22.65
.II strip,τὸ δέρμα Hsch.
s.v. ἀπεσκόλυπτεν.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸν βορέαν Arr.Epict.3.22.65
.τὸ δέρμα Hsch.
s.v. ἀπεσκόλυπτεν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποσκέπω — ἀποσκέπω (Α) 1. σκεπάζω εντελώς 2. αφαιρώ το σκέπασμα … Dictionary of Greek